- προδιαλεχθῆναι
- προδιαλέγομαιaor inf pass
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδιαλέγω — Α 1. συζητώ προηγουμένως 2. (μέσ. με παθ. αορ.) προδιαλέγομαι διαλέγομαι, συζητώ κάτι εκ τών προτέρων ή προκαταρκτικά («βούλομαι οὖν προδιαλεχθῆναι περί τ ἐμαυτοῡ καὶ περὶ τῶν οὕτω πρὸς με διακειμένων», Ισοκρ.) 3. μέσ. (κατ ευφ.) συνουσιάζομαι.… … Dictionary of Greek